- περιστεροτροφεῖον
- περιστεροτροφ-εῖον, τό,A place where doves are reared, Varro RR 3.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιστεροτροφείῳ — περιστεροτροφεῖον place where doves are reared neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστεροτροφείο — το / περιστεροτροφεῑον, ΝΑ, και περιστερεοτροφείο Ν [περιστεροτρόφος] ο χώρος στον οποίο εκτρέφονται περιστέρια … Dictionary of Greek